προανακοινούμαι

προανακοινούμαι
-όομαι, Α
1. ενώνω εκ τών προτέρων
2. παίρνω μέρος μαζί με άλλον, συμμετέχω εκ τών προτέρων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ-* + ἀνακοινοῦμαι «ενώνομαι, επικοινωνώ, συγκοινωνώ»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”